υποφωνώ

υποφωνώ
-έω, Α [φωνῶ]
1. φωνάζω αποκρινόμενος σε κάποιον
2. τραγουδώ, ψάλλω προς απάντηση («αἱ δὲ ὑπεφώνεον ὄρνιθες», Μόσχ.)
3. (με αιτ.) αντηχώ το όνομα κάποιου
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποφωνῆσαι
ὑποδεῑξαι».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποφωνῶ — ὑποφωνέω call out in answer pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποφωνέω call out in answer pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑποφωνέω call out in answer pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποφωνέω call out in answer pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …   Dictionary of Greek

  • υποφωνητής — οῡ, ὁ, Α [ὑποφωνῶ] 1. αυτός που παρακινεί, που προτρέπει 2. μτφ. ταπεινός ακόλουθος …   Dictionary of Greek

  • υποφώνημα — ήματος, τὸ, Α [ὑποφωνῶ] ὑποφώνησις* …   Dictionary of Greek

  • υποφώνησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑποφωνῶ] προτροπή, παρακίνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”